συγκαρκινούμαι

συγκαρκινούμαι
-έομαι, Α
(για σιτάρι) ριζοβολώ («τὸ μὲν ῥιζοῡσθαι τὸν σίτον συγκαρκινοῡσθαι ἔλεγον», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + καρκινοῦμαι (για σιτάρι) «βγάζω ρίζες και σκληρύνομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”